εκφεύγω

εκφεύγω
και ξεφεύγω (AM ἐκφεύγω)
φεύγω έξω ή μακριά, ξεφεύγω, διαφεύγω
μσν.
1. (μτβ.) αποφεύγω κάποιον ή κάτι
2. απομακρύνομαι από κάποιον
2. (αμτβ.) τρέπομαι σε φυγή
3. πηγαίνω με το μέρος κάποιου καταφεύγοντας κοντά του
4. (για ρούχο) φτάνω
μσν.-αρχ.
απομακρύνομαι
αρχ.
1. (για κατηγορούμενο) απαλλάσσομαι από την κατηγορία, αθωώνομαι
2. διαφεύγω τον θάνατο που με απειλεί εξαιτίας κάποιου κινδύνου
3. βρίσκομαι πέρα από ένα όριο, έχω ξεφύγει
4. δεν γίνομαι αντιληπτός από τις αισθήσεις ή τη νόηση
5. είμαι απαλλαγμένος, ελεύθερος από κάτι
6. λείπω, παραλείπω
7. αστρον. (για αστέρες) γίνομαι ορατός, αναφαίνομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐκφεύγω — pres subj act 1st sg ἐκφεύγω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκφεύγῃ — ἐκφεύγω pres subj mp 2nd sg ἐκφεύγω pres ind mp 2nd sg ἐκφεύγω pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκπεφευγότα — ἐκφεύγω perf part act neut nom/voc/acc pl ἐκφεύγω perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκπεφεύγειν — ἐκφεύγω perf inf act (epic) ἐκφεύγω plup ind act 1st sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκπέφευγε — ἐκφεύγω perf imperat act 2nd sg ἐκφεύγω perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκπέφευγεν — ἐκφεύγω perf ind act 3rd sg ἐκφεύγω plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκφευγόντων — ἐκφεύγω pres part act masc/neut gen pl ἐκφεύγω pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκφευξοῦνται — ἐκφεύγω fut ind mid 3rd pl (attic epic doric) ἐκφεύγω fut ind mid 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκφευξούμεθα — ἐκφεύγω fut ind mid 1st pl (attic epic doric) ἐκφεύγω fut ind mid 1st pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκφευξούμενος — ἐκφεύγω fut part mid masc nom sg (attic epic doric) ἐκφεύγω fut part mid masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”